Γράφει η ΚΡΙΝΙΩ ΚΑΛΟΓΕΡΙΔΟΥ
Είναι μερικά πράγματα που αποφεύγω να τα φέρνω στον νου μου, γιατί στη σκέψη
τους και μόνο τα μάτια μου βρέχονται χωρίς να το θέλω από δάκρυα πίκρας και
συγκίνησης.
”Οι μέρες και οι νύχτες της μοναξιάς είναι ατελείωτες για τους
μοναχικούς ανθρώπους”, σκέφτομαι, ”γιατί είναι βουβές και σκοτεινές,
φορτωμένες με σύννεφα εγκατάλειψης και υγειονομικής ανασφάλειας που γεμίζουν
με κακά προαισθήματα την ψυχή τους”.
Σκοτεινότερες όμως είναι για τους κατοίκους των απομονωμένων
περιοχών της πατρίδας μας και, προπάντων, για τους κατοίκους των νησιών και
των νησίδων του ΒΑ και Ανατολικού Αιγαίου, με πρώτα τα 152 της λίστας EGAYDAAK
(25 νησιά και 127 νησίδες), τα οποία έχει χρωματίσει κόκκινα η Τουρκία και τα
έχει ”βαφτίσει” με ονόματα τουρκικά στους χάρτες που διαφημίζει.
Σε πολλά απ’ τα ακριτικά μας νησιά που ”κοιτάζουν” την μικρασιατική παραλία,
γιατί απέχουν λίγα χιλιόμετρα μόλις από αυτήν, έπαψαν να ακούγονται από χρόνια
οι φωνές των παιδιών λόγω γήρανσης του πληθυσμού και υπογεννητικότητας.
Γεγονός που χτυπάει καμπάνες προειδοποιητικές για τον αφελληνισμό των Ελλήνων
κατοίκων οι οποίοι έχουν απομείνει. Αφελληνισμό λόγω της υψηλής ραγδαιότητας
των μεταναστευτικών ροών και των διεκδικητικών διαθέσεων της Τουρκίας.
Τα σχολεία στα έρημα από παιδιά μικρονήσια μας παραμένουν κλειστά και
αναξιοποίητα απ’ την Πολιτεία, η οποία — ενώ θα μπορούσε να τα ξανανοίξει ως
Κέντρα Αναλφαβητισμού για τους ηλικιωμένους — δεν το έχει αποτολμήσει ακόμα ή
δεν το σκέφτηκε καν, με αποτέλεσμα να δείχνουν εγκαταλελειμμένα και
ερειπωμένα τα περισσότερα.
Ερειπωμένα και μη προσεγγίσιμα ενίοτε, καθώς είναι περιζωσμένα από
τσουκνίδες και άγρια χλόη, με μισοσκεβρωμένα και θηκωμένα στις κορνίζες
παντζούρια, αποσαθρωμένα επιχρίσματα και κουφώματα και ξεδοντιασμένο τον
καγκελόφραχτο αυλόγυρο, με άθικτο μόνο το τσιμεντένιο στηθαίο…
Και έτσι ακόμα όμως, για τους μεγάλους που έχουν φοιτήσει σ’ αυτά, τα παλιά
σχολεία εξακολουθούν να εκπέμπουν την αίσθηση της γλυκιάς απαλότητας της
εποχής τους, όπως τα παραδοσιακά σπίτια στα νησιά (λευκά ή χρωματιστά, σε
πλαίσιο ομοιομορφίας) που εκπέμπουν λαϊκή καλαισθησία.
Εξακολουθούν να ζωντανεύουν στη μνήμη τους εικόνες απ’ το παρελθόν, αλλά και
τον μόχθο των δασκάλων τους που τους μάθαιναν το ”καλύτερον”, όπως και την
αγωνία τους να μη χάσουν οι μαθητές το πηγαίο γλωσσικό τους συναίσθημα και να
κρατήσουν ζωντανά μέσα τους τα παραμύθια εντοπιότητας και τις παραλογές
τους, γιατί διασώζουν νεκρές λέξεις και πλουτίζουν την παράδοση και τη γλώσσα
μας.
Στα σχολεία πάλι που είναι ανοιχτά και λειτουργούν με μετρημένους μαθητές
(ενίοτε και με έναν), τα παιδιά δεν παύουν να είναι παιδιά τα οποία
απολαμβάνουν να ζουν στο φυσικό περιβάλλον. Απολαμβάνουν να πηγαίνουν πρωί στο
σχολείο τους, να χτυπούν τις Κυριακές την καμπάνα της εκκλησίας (λειτουργεί ή
δεν λειτουργεί αυτή) και να συνοδεύουν τους πατεράδες τους στη βοσκή ή το
ψάρεμα.
Απολαμβάνουν να ονειρεύονται τη σχολική χρονιά που θα έχει πολλά παιδιά και θα
πηγαίνουν στο σχολείο σιγοτραγουδώντας, αντί να ταλαιπωρούνται και να
διακινδυνεύουν καθημερινά πηγαίνοντας με το καραβάκι στα κοντινά μεγαλόνησα.
Να ονειρεύονται, προπάντων, να μη σβήσει απ’ τον χάρτη το μικρό τους νησί,
όπως έσβησαν προ πολλού άλλες νησίδες – βραχονησίδες του Αιγαίου (Βελοπούλα,
Σμύρνα, Χρυσή, Άτοκος, Επτανήσιο, Δρίμα. Σαρία και Άγιος Μηνάς) ή
ερημοποιήθηκαν (Τρίκερι [Αργοσαρωνικός], Πασάς [ΒΑ Αιγαίο], Τσουγκριά και
Αδέρφι [Σποράδες] και οι Λέβιθα και Διάπορος στα Δωδεκάνησα).
Να ονειρεύονται τη ζωή στον τόπο τους με υγειονομική ασφάλεια, που δεν θα τους
αναγκάζει να καταφεύγουν στην Τουρκία ζητώντας τη γιατρειά τους στα νοσοκομεία
της μικρασιατικής παραλίας, που χτίστηκαν σκόπιμα — θαρρείς — για να
προσελκύουν τους Έλληνες της απέναντι όχθης, ώστε να προλειάνουν το έδαφος για
συμφιλίωσή τους με τον γείτονα που τα διεκδικεί…
”Εμείς λέμε το ‘Πιστεύω’ και το ‘Πάτερ Ημών’ κάθε μέρα, για να μην πάθουμε
κάτι. Εγώ δεν είμαι φορολογούμενος πολίτης; Δεν πληρώνω την ασφάλεια του
παιδιού μου; Είναι ντροπή. Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου την Τουρκία. Αυτό
μόνο έχω να πω…”, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου η φορτωμένη από συγκίνηση
και αγανάκτηση φωνή του Χρήστου Δούλου σε τηλεοπτική εκπομπή (βλ. ”Κοινωνία
Ώρα MEGA).
Η φωνή του πατέρα που περιέγραφε προ ημερών την οδυνηρή περιπέτεια του
τετράχρονου γιου του, όταν οι αγροτικοί γιατροί του Κέντρου Υγείας στο
Καστελόριζο — αδυνατώντας να κάνουν κάτι παραπάνω από το να σταματήσουν την
αιμορραγία στο χέρι του τραυματισμένου παιδιού — τον ”ανάγκασαν” να το
μεταφέρει σε ιδιωτική κλινική στην Τουρκία, μιας και η επικοινωνία με το
νοσοκομείο Ρόδου για να στείλει ελικόπτερο του ΕΚΑΒ, ήταν αδύνατη.
Κρύβω στις παλάμες το πρόσωπό μου από ντροπή για λογαριασμό του σύγχρονου
ελληνικού κράτους το οποίο αδυνατεί να περιθάλψει τους πολίτες του, αλλά
έμαθε να τους συμπεριφέρεται διαχρονικά σαν χρήσιμους ηλίθιους της ιστορίας.
Χρήσιμους ηλίθιους έτοιμους να προσδώσουν νομιμότητα στους παραχαράκτες της
ελληνικής ιστορίας (όπως έγινε ήδη στις Πρέσπες το ’18 με τους Σκοπιανούς)
και να υποχωρήσουν στους ”καζάν-καζάν” διπλωματικούς τακτικισμούς των
γειτόνων εξ Ανατολών επί των ελληνικών κεκτημένων στο Αιγαίο (όπως
φημολογείται ότι θα γίνει σήμερα με τους Τούρκους), αφού διακομματικά και
διακυβερνητικά οι ηγεσίες τους έμαθαν να κλίνουν σ’ όλες τις πτώσεις τη λέξη
”συνεκμετάλλευση”.
Κρύβω στις παλάμες το πρόσωπό μου από ντροπή για λογαριασμό του
σύγχρονου ελληνικού κράτους, γιατί δείχνει πως δεν αγαπά τα παιδιά του.
Γιατί τα παιδιά, ”εχτός από τα φορέματα και το φαῒ” — όπως έλεγε η αείμνηστη
εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κατίνα Παπά — ”θέλουν και λίγη στοργή”.
Συνελόντι ειπείν, δεν αρκεί το κράτος να παίζει τον ρόλο του ευσυνείδητου
προστάτη και υποστηρικτή των Ελλήνων πολιτών (αν και όπου τον παίζει, γιατί
ενίοτε δεν παίζει ούτε αυτόν), αλλά να σταθεί αρωγός στο πλευρό τους.
Να σταθεί στο πλευρό τους όχι σαν άστοργη μάνα, αλλά σαν στοργική που τους
αγαπά και νοιάζεται για την υγειονομική τους ασφάλεια, πέραν όλων των άλλων,
πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ακρίτες φρουρούς των συνόρων μας.
Έλληνες πατριώτες των νησιών και νησίδων της ”άγονης γραμμής” του
Αιγαίου, οι οποίοι — μη βρίσκοντας αυτό που ζητούν στην πατρίδα τους —
ευχαριστούν την Τουρκία για τη θερμή ανταπόκρισή της στις έκτακτες ανάγκες
υγείας τους.
Φευ! Η διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη, προφανώς, καλά κρατεί, αλλά αυτό
δεν περιποιεί τιμή σε καμία κυβέρνηση, γιατί αφήνει βαριές σκιές στην Ελλάδα
αποκαλύπτοντας την αδυναμία της να καλύψει νοσοκομειακά τις ανάγκες των
πολιτών της, πολύ περισσότερο αυτών που διαβιούν στα διεκδικούμενα απ’ τους
Τούρκους νησιά κατά μήκος της ελληνοτουρκικής μεθορίου…