Γιατί είναι λάθος ο περιορισμένος εκσυγχρονισμός των F-16 Block 50



Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Τον παρελθόντα Ιούνιο, τουρκικές πηγές διέρρεαν το ενδιαφέρον για πιθανή προμήθεια μαχητικών EF-2000 Typhoon, σε περίπτωση μη εγκρίσεως από πλευράς Ουάσιγκτον του αιτήματος που κατατέθηκε το 2021 για πώληση 40 F-16V και αναβαθμίσεως περίπου 80 υφισταμένων F-16 στην εν λόγω έκδοση.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο εκπρόσωπος της Προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν ανέφερε σε συνέντευξή του “Διαπραγματευόμαστε με την Ευρώπη σχετικώς με το Eurofighter. Η Τουρκία ποτέ δεν θα είναι χωρίς εναλλακτικές“. Ακολούθησε μερικές ημέρες αργότερα η επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Αμύνης στην Μεγάλη Βρετανία.

Στις 23 Οκτωβρίου, ο Βρετανός υπουργός Αμύνης ανακοίνωσε ότι επιδιώκεται η πώληση του Typhoon στην Τουρκία, επιβεβαιώνοντας ότι υφίσταται σχετική διμερής συζήτηση.

Είναι σαφές ότι η κινητικότητα αυτή προωθείται από την Άγκυρα προκειμένου να λειτουργήσει ως μοχλός πιέσεως προς την Ουάσιγκτον. Όπως είναι επίσης σαφές ότι πρόκειται για μια πιο αξιόπιστη “απειλή” σε σχέση με τις μάλλον παιδαριώδεις που εκτόξευαν οι Τούρκοι μέχρι και τον περασμένο Σεπτέμβριο, περί στροφής προς τα ρωσικά Sukhoi.

Το ενδεχόμενο προμήθειας Typhoon αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη για αντικειμενικούς λόγους. Η τουρκική αεροπορία είναι “στημένη” γύρω από το F-16, απολαμβάνοντας υψηλή τυποποίηση και εξοικονόμηση πόρων σε κάθε επίπεδο. Η εισαγωγή ενός μη αμερικανικής προελεύσεως μαχητικού, θα διατάρρασσε σοβαρά αυτή την κατάσταση και θα διακυβευόταν πιθανώς ο δείκτης διαθεσιμότητος.

Καθώς πρόθεση της τουρκικής αεροπορίας είναι να καλύψει το κενό από την ματαίωση του F-35, μέχρι την επιχειρησιακή ένταξη του Εθνικού Μαχητικού Αεροσκάφους (MMU) περί τα μέσα της δεκαετίας του 2030, λογικώς απαιτείται η προμήθεια τουλάχιστον 40 Typhoon. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, τα συγκεκριμένα αεροπλάνα θα ακύρωναν το πλεονέκτημα της Πολεμικής Αεροπορίας από την διαθεσιμότητα του βλήματος αέρος – αέρος Meteor. Σε στρατηγικό, η συνεργασία με την Μεγάλη Βρετανία στο Typhoon, θα ενίσχυε την συνεργασία για το MMU, εκμεταλλευόμενη τεχνολογικές εξελίξεις για το πρώτο, που θα μπορούν να ενσωματωθούν στο δεύτερο.

Ωστόσο, παρά τα εμπόδια που έχουν υψωθεί στις ΗΠΑ για την έγκριση του τουρκικού αιτήματος περί F-16V, υπάρχει η γενική αίσθηση ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν θέτει ως ορόσημο τις τουρκικές προεδρικές εκλογές στις 18 Ιουνίου 2023. Τουλάχιστον μέχρι τότε, εκτιμάται ότι δεν θα δοθεί το “δώρο” των F-16V στον πρόεδρο Ερντογάν.

Η πρόθεση των ΗΠΑ να εγκρίνουν την πώληση F-16V, διαφαίνεται από το γεγονός και μόνο ότι δεν την αποκλείουν εξαρχής, εντάσσοντάς την στο υφιστάμενο πλαίσιο των κυρώσεων CAATSA που έχουν επιβληθεί στην Τουρκία. Συν τοις άλλοις, καθώς η εκκρεμότητα που προέκυψε από το F-35 σχετίζεται με την Lockheed Martin, είναι φυσικό η τουρκική πλευρά να θέτει προς τον συγκεκριμένο κατασκευαστή διεκδίκηση επιστροφής των επενδεδυμένων τουρκικών πόρων. Καθώς το F-16V είναι προϊόν της Lockheed Martin, η εκδήλωση ενδιαφέροντος προς τούτο ως εναλλακτική, είναι απολύτως φυσιολογική.

Το αίτημα για προμήθεια 40 νέας κατασκευής F-16 Block 70 με αναβάθμιση “σχεδόν” 80 υφισταμένων στην έκδοση αυτή, προσδιορίζει την οροφή δυνάμεων μαχητικών 4ης + γενιάς, που ενδιαφέρει την τουρκική αεροπορία περί το 2030. Σε αυτά τα 120 μαχητικά, υποτίθεται ότι θα προστεθούν σταδιακώς περί τα 100-120 MMU κατά την επομένη δεκαετία. Επομένως, βάσει αυτής της πολύ πιθανής εκτιμήσεως απειλής, πρέπει να γίνει και ο σχεδιασμός της ΠΑ. Αριθμητικώς, η τουρκική αεροπορία αναμένεται να επιδιώξει δύναμη 250 περίπου μαχητικών και η ΠΑ περίπου 200.

Μέχρι σήμερα, η ΠΑ έχει στηρίξει τον εκσυγχρονισμό και ανάπτυξή της στο πρόγραμμα αναβαθμίσεως 83 F-16V και στην προμήθεια 24 Rafale F3R, σε μακροπρόθεσμη βάση δε, με την προμήθεια τουλάχιστον 20 F-35. Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ακόμη και μόνο με την μία Μοίρα Rafale, η ΠΑ αποκτά σοβαρό ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι της απειλής. Το πλεονέκτημα αυτό διευρύνει η προσθήκη των F-16V. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να λαμβάνεται από τώρα υπ’ όψιν, είναι η “προβολή δυνάμεως” τουλάχιστον μέχρι το 2035, όταν θα έχουν αποδώσει τα δρομολογημένα ή σχεδιαζόμενα προγράμματα των δύο αεροποριών και θα αρχίσει να εμφανίζεται το MMU.

Σήμερα η τουρκική αεροπορία διαθέτει 234 μαχητικά (29 F-16 Block 50+, 70 F-16 Block 50M, 100 F-16 Block 40M και 35 F-16 Block 30M). Το 2035, αν προχωρήσουν τα 120 F-16V, δίπλα τους θα έχουν τα 19 F-16 Block 50M και 100 F-16 Block 40M, με σύνολο 239. 

Ο τουρκικός στόχος για 120 F-16V, θα υπερβαίνει τα 107 συνολικώς Rafale και F-16V της ΠΑ, επιτυγχάνοντας σε γενικές γραμμές εξισορρόπηση σε “ισοδύναμα” αεροπλάνα με ραντάρ τεχνολογίας AESA. 

Το 2035 περίπου, η ΠΑ μπορεί να διαθέτει επιπλέον 20 F-35A, 24 Mirage 2000-5 Mk2 και 38 F-16 Block 50+ (επιδιώκεται σήμερα να αναβαθμιστούν) για σύνολο 189 αεροπλάνων. 

Η ΠΑ εμφανίζεται να διαθέτει 127 προηγμένα μαχητικά αλλά θα υστερεί αριθμητικώς κατά 50 περίπου μαχητικά. Για τον λόγο αυτόν, επιβάλλεται επιδίωξη του μεγαλύτερου δυνατού ποιοτικού πρόσημου στην μικρότερη δύναμη.

Στην ανωτέρω εξίσωση όμως, πρέπει να συνυπολογίσουμε την εκδηλωμένη τουρκική πρόθεση αναβαθμίσεως του στόλου F-16 με ένα τουρκικής αναπτύξεως (με αμερικανική βοήθεια προφανώς) ραντάρ AESA, που περιλαμβάνεται ως στόχος στο Πρόγραμμα ÖZGÜR. Το εν λόγω πρόγραμμα, αποβλέπει συνολικώς, περίπου σε μία τουρκική εκδοχή της διαμορφώσεως V. Η δεδηλωμένη έναρξη εγκαταστάσεως του ραντάρ AESA από το 2023, κατ’ αρχήν στα F-16 Block 30M κι εν συνεχεία στα Block 40M/50M, σημαίνει ότι το 2035, ραντάρ τεχνολογίας AESA θα φέρει δυνητικώς το σύνολο των 239 μαχητικών!

Η προοπτική αυτή, σημαίνει ότι το τεχνολογικό προβάδισμα της ΠΑ λόγω των Rafale και F-35 θα υποβαθμίζει στον έναν ή άλλον βαθμό η αριθμητική υπεροχή ενός αρκετά ομογενοποιημένου στόλου τουρκικών F-16. Eπιπλέον, στην ΠΑ, τρεις Μοίρες με Mirage 2000-5 Mk2 και αναβαθμισμένα F-16 Block 50+ θα υστερούν τεχνολογικώς και επιχειρησιακώς, λόγω ελλείψεως ραντάρ AESA. Καθώς οι επενδύσεις δεν γίνονται για πρόσκαιρο αποτέλεσμα αλλά επιδιώκεται η μεγιστοποίηση της αποδόσεώς τους, είναι μάλλον αυτονόητο ότι πρέπει να προβληματίσει η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων για την ΠΑ.

Η προφανής επιλογή είναι η αναβάθμιση και των 38 F-16 Block 50 σε F-16V.

To πρόγραμμα F-16V της ΠΑ, εξελίσσεται σήμερα “λάθος”. Δρομολογήθηκε και ανατέθηκε σύμβαση από μία κυβέρνηση που δεν αφιέρωνε αξιόλογους πόρους στον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Θύμα της πολιτικής αυτής ήταν η αρχική πρόθεση αναβαθμίσεως του συνόλου των F-16, με την δραστική περικοπή του μόνο στο ήμισυ περίπου της δυνάμεως. Ενδεικτική της προσπάθειας συμπιέσεως του κόστους ήταν η εξαίρεση ακόμη και της προμήθειας 30 ατρακτιδίων στόχευσης Sniper ATP κόστους 90 εκατ. € από την σύμβαση συνολικού κόστους 1.232.351.577 €. 

Η κατάσταση αυτή, οδήγησε σήμερα στην προώθηση προγράμματος αναβαθμίσεως των F-16 Block 50 στην διαμόρφωση M6.5 Capability, με μεταφορά LRU που αφαιρούνται από τα 83 αναβαθμιζόμενα αεροπλάνα, ενισχυμένη ως προς την επιπλέον εγκατάσταση ζεύξεως δεδομένων Link 16. Το πρόγραμμα είναι προϋπολογισμού 700 εκατ. €, επειδή περιλαμβάνεται η προμήθεια όπλων και των Sniper ATP. Το κόστος αναβαθμίσεως των αεροπλάνων μόνο, ανέρχεται σε 420 εκατ. €.

Από το 2019 όμως, έχει αλλάξει η κυβέρνηση και αυτή αφιερώνει πολύ περισσότερα χρήματα για επενδύσεις στην Άμυνα και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Το δεδομένο αυτό, “επιτρέπει” πρόταξη των επιχειρησιακών κριτηρίων και αναθεώρηση της μέχρι τούδε ανεπαρκούς προσεγγίσεως του συνολικού προγράμματος F-16V.

Σημείο προσοχής είναι η πρόθεση αναβαθμίσεως των F-16 Block 50 όχι στην ΕΑΒ (λόγω και φόρτου απασχολήσεως με τα F-16V) αλλά σε “δεύτερη γραμμή”, που θα στηθεί σε βάση της ΠΑ. Η συγκεκριμένη προσέγγιση επιβαρύνει το πρόγραμμα σε κόστος, για τις σχετικές προετοιμασίες υποδομών. Εάν τα 38 αεροπλάνα προστεθούν απλώς στην γραμμή της ΕΑΒ, το επιπλέον κόστος εξαλείφεται. Αύξηση του συνολικού κόστους προγράμματος θα προκύψει από την απαίτηση αναπτύξεως πρωτοτύπου της συγκεκριμένης εκδόσεως και φυσικά λόγω της προσθήκης επιπλέον συστημάτων όπως το ραντάρ APG-83 κ.λπ.