Οι σχέσεις Αθηνών και Αγκύρας έχουν οδηγηθεί στο κρισιμότερο σημείο που
έφθασαν ποτέ
Κώστας Ιορδανίδης
Δεν είναι απαραίτητο να έχει κανείς λεπτομερή γνώση των φακέλων των υπουργείων
Εξωτερικών και Αμύνης για να αντιληφθεί ότι οι σχέσεις Αθηνών και Αγκύρας
έχουν οδηγηθεί στο κρισιμότερο σημείο που έφθασαν ποτέ, τουλάχιστον κατά τα
χρόνια της Μεταπολιτεύσεως.
Διακινείται, βεβαίως, ευρύτατα η αντίληψη πως η Ελλάς, ενταγμένη πλήρως στην
Ε.Ε. και έχοντας εξασφαλίσει, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, την εύνοια των
ΗΠΑ, ευρίσκεται σε θέση σαφώς πλεονεκτική από ό,τι η Τουρκία του προέδρου
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι πολιτικές επιλογές του οποίου προκαλούν όχληση στους
συμμάχους και ενίοτε επικρίσεις.
Αλλά αυτό δεν σώζει την κατάσταση. Ισως διότι η Ελλάς και η Τουρκία δεν είναι
δύο χώρες ισοβαρείς από άποψη στρατηγική, πληθυσμιακή, αλλά και οικονομική,
παρά τα όσα προβλήματα αντιμετωπίζει σήμερα η Τουρκία.
Δεν είναι χώρα άνευ σημασίας η Ελλάς ούτε για το ΝΑΤΟ και ούτε για την Ε.Ε.
Αλλά από μόνη της και δίχως τη συνεργασία με την Τουρκία δεν είναι σε θέση να
καλύψει τις ανάγκες αυτών των δύο ισχυρών συνασπισμών της Δύσεως, ιδιαίτερα σε
μια περίοδο μετωπικής πλέον συγκρούσεως με τη Ρωσία και επικίνδυνης
ρευστότητος εν γένει στην περιοχή.
Κατά συνέπεια, αργά ή γρήγορα, και όσο θα συνεχίζεται η αντιπαράθεση της
Δύσεως με τη Μόσχα, θα εντείνεται η ανάγκη συνεννοήσεως –όχι βεβαίως
εγκαρδίου– ανάμεσα στην Αγκυρα και στην Αθήνα. Αυτός είναι και ο στόχος της
Τουρκίας και του κ. Ερντογάν.
Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι η διαπραγμάτευση δεν είναι δυνατόν να αφορά μόνον
τα θέματα που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά όλα τα «προβλήματα». Κάποια
από αυτά θα τύχουν ταχύτατης ρυθμίσεως – ιδίως όσα είναι αναγκαία για την
ομαλή λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Τα άλλα θα
παραπεμφθούν στο μέλλον προς συζήτηση και, ενδεχομένως, ρύθμιση. Αλλιώς η
σύγκρουση φαίνεται αναπότρεπτη.
Στη διάρκεια της Μεταπολιτεύσεως, η Ελλάς και η Τουρκία έφθασαν τρεις φορές
στο χείλος της στρατιωτικής αναμετρήσεως. Και είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν
παροτρύνσεως ή αιτήματος σε ισχυρή χώρα της Συμμαχίας, οι δύο χώρες οδηγήθηκαν
σε διάλογο.
Η κρίση που δημιουργήθηκε με την έξοδο του «Σισμίκ» στο Αιγαίο οδήγησε στο
πρωτόκολλο της Βέρνης, το 1976. Η κρίση του Μαρτίου του 1987, στη συνάντηση
του Ανδρ. Παπανδρέου και του Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός. Και η κρίση των Ιμίων
το 1996 στη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997.
Και στις τρεις περιπτώσεις υπήρξαν κάποιες υποχωρήσεις από την πλευρά της
Ελλάδος. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μετά τη
δραματική κρίση του 2020 απέφυγε κάθε ουσιαστικό διάλογο με την Τουρκία.
Αυτό ωστόσο αύξησε την πίεση της Αγκυρας προς τη χώρα μας, με τον κ. Ερντογάν
να κλιμακώνει διαρκώς την ένταση, έως ότου υπό την πίεση της Δύσεως να
οδηγηθεί η Ελλάς σε ολική διαπραγμάτευση. Και όλα αυτά με την Ευρώπη να
βυθίζεται σε κρίση οικονομική μοναδικών διαστάσεων και με το φάσμα μιας
πυρηνικής συγκρούσεως να απειλεί την ανθρωπότητα.
Πηγή: Καθημερινή